- βαλάντιο
- το1. το πορτοφόλι.2. τα χρήματα, η περιουσία: Αυτό το αυτοκίνητο δεν είναι για το βαλάντιό μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαλάντιο — I Σακουλάκι από ύφασμα, δέρμα ή άλλο υλικό, που το χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα για τη φύλαξη χρημάτων. Επειδή τα αρχαία β. κατασκευάζονταν από υλικά που φθείρονταν εύκολα, δεν έχουν διασωθεί παρά ελάχιστα. Έχουμε όμως μια πλήρη εικόνα… … Dictionary of Greek
σάκελλα — και σάκκελα, ἡ, Μ 1. βαλάντιο, πουγγί 2. επισκοπική φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saccellus «μικρός σάκος, βαλάντιο»] … Dictionary of Greek
σακέλλιον — (I) και σακέλιον, τὸ, Α (με υποκορ. σημ.) (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μικρή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος «ασπίδα» + κατάλ. έλλ ιον (< λατ. κατάλ. ella), πρβλ. σκουτ έλλιον]. (II) τὸ, Α βαλάντιο, πουγγί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saccellus «μικρός… … Dictionary of Greek
αποκόμβιον — ἀποκόμβιον κ. κόμπιον, το (Μ) 1. βαλάντιο, πουγγί 2. εκκλ. προσφορά (δινόταν μέσα σε μεταξωτό σακούλι που λεγόταν κομβίον). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κομβίον < κόμβος «το πουγγί»] … Dictionary of Greek
βαλαντιοτομώ — βαλαντιοτομῶ ( έω) (Α) [βαλαντιοτόμος] κόβω το βαλάντιο κάποιου και κλέβω τα χρήματα του … Dictionary of Greek
βαλαντώνω — 1. κατακουράζομαι, εξαντλούμαι σωματικά 2. λαχανιάζω, βαριανασαίνω 3. στενοχωριέμαι 4. στενοχωρώ, κακοκαρδίζω κάποιον 5. ζαλίζω κάποιον, τον τρελαίνω από έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βαλάντιο(ν), ενώ κατ άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, < *μαλατώνω… … Dictionary of Greek
βαλλάντιο — το και βαλλαντιατόμος, βαλλαντιοτομώ βλ. βαλάντιο κ.λπ … Dictionary of Greek
βασκάς — ( άδος) και βοσκάς και φασκάς, η (Α) είδος πάπιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασκάς (ή ᾶς) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με επίθημα ᾶς (πρβλ. ἀτταγᾶς, ἐλεᾶς κ.ά.). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. βοσκάς και φασκάς, τους οποίους μαρτυρεί ο Ησύχ. Ο … Dictionary of Greek
δέση — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.040 μ., 44 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στις πλαγιές της νότιας Πίνδου, 66 χλμ. Δ των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιθήκων. * * * η (AM δέσις) [δω] 1. το δέσιμο, η σύνδεση 2. δέσμευση 3. συναρμογή,… … Dictionary of Greek
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek